- μαδιέμαι
- μαδιέμαι, μαδήθηκα, μαδημένος βλ. πίν. 59
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εκρέω — (Α ἐκρέω) 1. ρέω από κάπου ή από κάτι 2. (για ποταμό) ρέω έξω ή μακριά, χύνομαι έξω, εκβάλλω 3. (για φτερά ή τρίχες) πέφτω, μαδιέμαι 4. μτφ. λειώνω, αφανίζομαι, γίνομαι άφαντος 5. λησμονιέμαι 6. (με σύστ. αιτ.) αφήνω κάτι να πέσει, χύνω, κάνω… … Dictionary of Greek
κατατίλλω — (Α) (επιτ. τ. τού τίλλω) 1. μαδώ εντελώς, καταμαδώ 2. μαδιέμαι, τραβώ τις τρίχες τής κεφαλής μου (α. «κατέτιλεν ἑαυτόν ἐπὶ θρήνου», Ησύχ. β. «κατέτιλα τοῡ τριχώματος τῆς κεφαλῆς καὶ τοῡ πώγωνος», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τίλλω «μαδώ, τραβώ… … Dictionary of Greek
μαδώ — (AM μαδῶ, άω, Μ και μαδίω και μαδιῶ και μαθῶ) 1. (για τρίχες, φτερά, φύλλα κ.λπ.) (αμτβ.) πέφτω («μαδήσανε τα πούπουλα») 2. (για πρόσωπα ή πράγματα) (αμτβ.) αποβάλλω, χάνω τις τρίχες, τα φτερά, τα φύλλα μου («ἐὰν δέ τινι μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ αὐτοῡ,… … Dictionary of Greek
συντίλλω — Α (συν. το παθ.) συντίλλομαι μαδιέμαι επίσης («οὐδὲ μάτην τίλλεσθαι... ὄρνιν ἔοικεν ἤ συντιλλέσθω Δήλιε και Πολέμων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τίλλω «μαδώ»] … Dictionary of Greek
φυλλοβολώ — φυλλοβόλησα 1. αμτβ., ρίχνω τα φύλλα, μου πέφτουν τα φύλλα, φυλλορροώ. 2. (για λουλούδια), χάνω τα πέταλα, μαδιέμαι. 3. (με αντίθ. σημασία), βγάζω φύλλα, βλαστάνω φύλλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)